- γαλβανικός
- -ή, -ό(ηλεκτρ.) αυτός που έχει σχέση με τον γαλβανισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. galvanique < ιταλ. galvanico < [Luigi] Galvani, όνομα Ιταλού γιατρού και φυσικού, που πρώτος περιέγραψε το σχετικό φαινόμενο το 1792). Η ελλ. λ. γαλβανικός μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Νικόλαου Κοντόπουλου].
Dictionary of Greek. 2013.