γαλβανικός

γαλβανικός
-ή, -ό
(ηλεκτρ.) αυτός που έχει σχέση με τον γαλβανισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. galvanique < ιταλ. galvanico < [Luigi] Galvani, όνομα Ιταλού γιατρού και φυσικού, που πρώτος περιέγραψε το σχετικό φαινόμενο το 1792). Η ελλ. λ. γαλβανικός μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Νικόλαου Κοντόπουλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψυχογαλβανικός — ή, ό, Ν φρ. «ψυχογαλβανικό αντανακλαστικό» φυσιολ. πτώση τής αντίστασης τού δέρματος στην δίοδο ηλεκτρικού ρεύματος ή διακύμανση τής τάσης του σε περίπτωση ψυχικής διέγερσης, αλλ. ηλεκτροδερμική αντίδραση. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • Γκαλβάνι, Λουίτζι — (Luigi Galvani,Μπολόνια 1737 – 1798). Ιταλός επιστήμονας. Σπούδασε ιατρική και το όνομά του συνδέθηκε με την ανακάλυψη του φαινομένου επαφής μεταξύ μετάλλων, που ερμηνεύτηκε θεωρητικά από τον Βόλτα και είναι γνωστό πλέον ως φαινόμενο Βόλτα. Ακόμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”